- τυληρός
- τῠληρός, ά, όν,A callous, cj. Wimmer in Thphr.HP3.18.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυληρός — ά, όν, Α αυτός που έχει τύλους, κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
τυληρόν — τυληρός callous masc acc sg τυληρός callous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek